ἀκακοήθης

ἀκακοήθης
ἀκᾰκο-ήθης, ες,
A guileless, Phot.; Medic., benign,

μυρμηκιά Heliod.

ap. Orib.45.14.44. Adv. -θως lamb.Protr.21.ιθ'.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακακοήθης — ἀκακοήθης ( ους), ες (Μ) [κακοήθης] άδολος, καλοκάγαθος …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ακακοήθευτος — ἀκακοήθευτος, ον (Μ) [κακοηθεύομαι] ο ακακοήθης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”